Ένα πρωινό Κυριακής, ίσως το πιο κρύο του Χειμώνα, ο Βλαδίμηρος, ο μικρός κι ανήσυχος πιγκουίνος ξύπνησε ορεξάτος.
Μας ξύπνησε κι εμάς και μας ανακοινωσε χαρούμενος, ότι έχει βάσιμες πληροφορίες πως η ξακουστή σοπράνο Λόλα βρίσκεται στο Τίτα Μπρίκι. Προσπαθήσαμε να τον πείσουμε ότι κάνει λάθος. Αγύριστο κεφάλι, όμως αυτός ο Βλαδίμηρος. Βάλαμε, λοιπόν, κασκόλ, σκούφους και γάντια, κουβαλήσαμε χαλιά (ευχαριστούμε Αποστόλη) και φτάσαμε στον προορισμό μας.
Ενώ πίναμε ένα ζεστό καφέ, οι ηθοποιοί μας ζεσταινόταν για την παράσταση.
Και ξαφνικά το Τίτα Μπρίκι μεταμορφώθηκε στο Νότιο Πόλο και η σκηνή μας σε ένα παγόβουνο.
Ο Βλαδίμηρος ανέβηκε στο παγόβουνο.
Σε λίγο ήρθαν και οι άλλοι πιγκουίνοι και άρχισαν να χορεύουν.
Και μετά όλα άλλαξαν. Ο Βλαδίμηρος βρέθηκε σε μια άγνωστη πόλη.
Λόλα! Είναι κανείς εδώ; Μα δεν είναι κανείς εδώ; Λόλα;
Μα ποιοί είναι αυτοί;
Και τί λένε;
Και αυτοί οι δύο; Τι περίεργοι που είναι...
Ας τους δω από πιο κοντά.
Μα ακούω τη φωνή της Λόλας. Τελικά ήταν εδώ. Αλλά ποιό είναι αυτό το πλάσμα που την κρατά φυλακισμένη;
Παιδιά;
Παιδιά θα βοηθήσετε το μικρό πιγκουίνο να ελευθερώσει τη Λόλα;
Μια μέρα, ο Βλαδίμηρος, ο μικρός κι ανήσυχος πιγκουίνος, επισκέφτηκε την Κουζίνα της Πόπης. Όχι για να φάει, αν και λιγουρευόταν τις λιχουδιές, αλλά για να ζήσει για άλλη μια φορά τις περιπέτειές του.
Δεν ήταν μόνος του. Στο παρασκήνιο οι μαριονέτες περίμεναν υπομονετικά να αρχίσει η παράστασή τους.
Ο κόσμος σιγά σιγά άρχισε να μαζεύεται.
Η Λόλα ήταν λίγο αγχωμένη και προσπαθούσε να χαλαρώσει. Το τριαντάφυλλο, σίγουρο για τον εαυτό του, τραγουδούσε.
Ησυχία... Κλείνουν τα φώτα και η παράσταση αρχίζει.
Οι περιπέτειες του πιγκουίνου ξαναζωντανεύουν.
Συναντά καινούριους φίλους.
Και ψάχνει για άλλη μια φορά τη Λόλα, για να ακούσει τη μαγευτική φωνή της.